- υπερεργασία
- η, Ν1. (κατά τη μαρξιστ. θεωρία) η ποσότητα τής εργασίας που ενσωματώνεται σε ένα προϊόν χωρίς ο εργαζόμενος να αμείβεται γι' αυτήν και η οποία αποτελεί την πηγή τής υπεραξίας·2. η ποσότητα εργασίας η οποία καταβλήθηκε πέρα από το κανονικό ωράριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + εργασία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.